Γιατί να επιλέξετε τα προϊόντα του.
Το μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum) είναι το αρχαιότερο είδος σιτηρού που καλλιεργήθηκε από τον άνθρωπο πριν 12.500 χρόνια στη Μεσοποταμία και παραμένει ως σπόρος απαράλλαχτος μέχρι τις μέρες μας. Ανήκει στην ομάδα των λεγόμενων “ντυμένων” σιτηρών, μαζί με το δίκοκκο ή emer (triticum dicoccum) και την αρχαία όλυρα, γνωστή και ως ντίνκελ ή σπέλτα (triticum spelta). Kαι τα τρία σιτηρά μεταφέρθηκαν από πολύ νωρίς στην νότια και στην πορεία στην κεντρική Ευρώπη, όπου και διασώθηκαν σε διαφορετικές χώρες, ανάλογα με την ευκολία καλλιέργειάς τους και την πολιτισμική ενσωμάτωσή τους στις εκάστοτε περιοχές. Έτσι, το δίκοκκο επικράτησε κυρίως στην Ιταλία, ενώ το Ντίνκελ ή σπέλτα ή όλυρα στην Γερμανία και την Ελβετία.
Στην Ελλάδα επικράτησε και διατηρήθηκε σαν η βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή ψωμιού (συχνά συνδυασμένο με κριθάρι) μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο το Μονόκοκκο, το οποίο καλλιεργείται στην Ελλάδα ασταμάτητα 9.500 χρόνια, σύμφωνα με απολιθώματα σπόρων του, που έχουν βρεθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια (Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, περιοχή Γιαννιτσών Πέλλας και άλλες κοντινές περιοχές).
Mε χαμηλή απόδοση ανά στρέμμα, δίνει κατά μέσο όρο περίπου 100-120 κιλά σε βιολογική καλλιέργεια, σε σύγκριση με τα υβριδιακά συμβατικά σιτάρια, που φτάνουν τα 700-900 κιλά ανά στρέμμα.
Η αποφλοίωση του πρώτου του φλοιού (που είναι αναγκαία, για να απομακρυνθεί το άγριο άγανο, που το κάνει δύσκολο στη μάσηση) επιφέρει μια απώλεια του βάρους του της τάξεως του 35-40%, ώστε τελικά από τα 100 κιλά να παίρνουμε περίπου 60-70 κιλά αλεύρι. Αυτό δικαιολογεί και την υψηλή του τιμή σε σχέση με όλα τα άλλα σιτηρά.
Έχει ασύγκριτη διατροφική αξία σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο σιτηρό σε πρωτεϊνες, κάλιο, ασβέστιο, φωσφόρο, ψευδάργυρο κ.α. ώστε να κατατάσσεται ουσιαστικά στη κατηγορία των υπερτροφών.
Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι πολύ μικρότερη ποσότητα από τα προϊόντα του επιφέρουν τόσο τον φυσικό κορεσμό της πείνας, όσο και τον εφοδιασμό του οργανισμού με δυσανάλογα υψηλές ποσότητες των αναγκαίων για την υγεία και την ανάπτυξη διατροφικών στοιχείων.
Δείτε τι παράγουμε από μονόκοκκο.
Η μη μεγάλη κυκλοφορία στο εμπόριο αυτού του σιτηρού εξηγείται από την χαμηλή του αποδοτικότητα, που το κάνει ασύμφορο οικονομικά για τον παραγωγό, την δυσκολία στην αποφλοίωσή του και την ιδιαιτερότητα στην μεταποίησή του. Αν όμως ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, τα προϊόντα του μονόκοκκου αποτελούν πολύτιμα δώρα της φύσης για την διατροφή, την υγεία και την διατήρηση ενός αρχαίου σπόρου που μπορεί με ευκολία να αυτοαναπαράγεται, σε αντίθεση με τους υβριδιακούς σπόρους, που αποτελούν μονοπώλια των πολυεθνικών με τις γνωστές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες αυτής της εξάρτησης.
Διαφοροποίηση των υπό μελέτη ειδών ως προς τα διατροφικά χαρακτηριστικά, σε υγρασία 10,5%.
Είδος | Πρωτεΐνη | Λίπος | Ανόργανα | Υδατ/ρακες | Γλουτένη | Δείκτης Γλουτένης |
---|---|---|---|---|---|---|
Μονόκκοκο | 21,57% | 3,71% | 2,35% | 72,37% | Διαρ/σα | Διαρ/σα |
Δίκοκκο | 19,18% | 3,17% | 2,01% | 73,46% | 44,2% | 46% |
Σπέλτα | 20,82% | 3,06% | 2,44% | 71,67 | 63,3% | 64% |
Κριθάρι | 14% | 2,60% | 1,42% | 79,54% | 30,5% | 93% |
Σκληρό Σιτάρι | 13,08% | 3,20% | 1,58% | 80,72% | 28,7% | 66% |
Διαφοροποίηση των υπό μελέτη ειδών ως προς τη περιεκτικότητα σε ανόργανα στοιχεία.
Είδος | Πρωτεΐνη | Λίπος | Ανόργανα | Υδατ/ρακες | Γλουτένη | Δείκτης Γλουτένης |
---|---|---|---|---|---|---|
Μονόκκοκο | 21,57% | 3,71% | 2,35% | 72,37% | Διαρ/σα | Διαρ/σα |
Δίκοκκο | 19,18% | 3,17% | 2,01% | 73,46% | 44,2% | 46% |
Σπέλτα | 20,82% | 3,06% | 2,44% | 71,67 | 63,3% | 64% |
Κριθάρι | 14% | 2,60% | 1,42% | 79,54% | 30,5% | 93% |
Σκληρό Σιτάρι | 13,08% | 3,20% | 1,58% | 80,72% | 28,7% | 66% |
Μερικά απλά συμπεράσματα.
Βαλαμώτη Σουλτάνα-Μαρία, 2009. Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 224 σελ. Jones G., Valamoti S. and Charles M. 2000. Early crop diversity: a “new” glume wheat from northern Greece. Veget. Hist. Archaeobot. 9. Pp. 133-146. Κορπέτης Ε. 2013.