Ομιλία.
Γεννήθηκα σε αγροτικό σπίτι στην Ξιφιανή Πέλλας, ένα μικρό χωριό δίπλα στην Αριδαία. Μια από τις πρώτες εικόνες της ζωής μου είναι να βλέπω τους μεγάλους τότε, τους παππούδες και τους γονείς, να μαζεύουν το σπόρο από την μπαχοβίτικη πιπεριά, τα καπνά, τα καλαμπόκια, τα λάχανα της περιοχής μας, να τον ξεραίνουν και να τον αποθηκεύουν. Μεγαλώνοντας βοηθούσαμε και εμείς ως παιδιά αυτονόητα σ’ αυτές τις διαδικασίες και τις θεωρούσαμε φυσιολογικές. Αυτό ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 60′ & 70′.
Το 1981 πέθανε ο πατέρας μου και αναγκαστικά ανέλαβα στα 16 μου χρόνια τη δουλειά του. Βρέθηκα αντιμέτωπος με τα φυτοφάρμακα, τη ζημιά που κάνανε, τις νεκροκεφαλές πάνω στις συσκευασίες – και όταν ρωτούσαμε τους γεωπόνους τι ήταν όλα αυτά, μας λέγανε μη δίνεις σημασία, δεν είναι τίποτα. Γεμίζαμε τα βυτία μας από τα ποτάμια και τα αυλάκια με καθαρό νερό και επειδή έφευγε λίγο φάρμακο μέσα στα νερά, το αυλάκι και το ποτάμι νεκρωνότανε, ψόφια ψάρια ανέβαιναν στην επιφάνεια και εγώ, νεαρό παλικαράκι τότε, κοιτούσα και δεν το πίστευα. Πήγαινα στον γεωπόνο και τον ρωτούσα γιατί ραντίζουμε αυτή την περίοδο και ήθελα να μάθω και η απάντηση ήταν να γεμίζει μια σακούλα με φάρμακο και να λέει «μη ρωτάς πολλά, πάρτα και πήγαινε να ψεκάσεις» «αυτά που γράφει εδώ τι είναι; – Μη δίνεις σημασία».
Το ίδιο γινόταν και με το σπόρο: έπρεπε να παίρνουμε από τον γεωπόνο έναν σπόρο σιταριού ή καλαμποκιού, που κρατούσε το πολύ τρία χρόνια, μετά έπρεπε να αγοράσουμε καινούριο. Την παραγωγή μας τη δίναμε κυρίως στους συνεταιρισμούς. Εκεί αντιμετώπισα την εκμετάλλευση από την πλευρά του συνεταιρισμού. Θυμάμαι κάποια φορά που είχαμε βγάλει πολλά και καλά σταφύλια, που είχαν τότε καλή τιμή, 21 δραχμές το κιλό, και όταν πήγαμε να πληρωθούμε μετά από μερικούς μήνες μας έδωσαν το κιλό 14 δραχμές. Όταν ρώτησα γιατί αυτό, η απάντηση του γραμματέα του συνεταιρισμού ήταν «άντε πάγαινε από δω, τι ρωτάς;» και έφερε τον πρόεδρο για να με διώξει. Θα ήμουν 17-18 χρονών.
Μετά από όλα αυτά πήρα την απόφαση ότι δε θέλω να ασχοληθώ πια με τα χωράφια.
Περάσανε τα χρόνια και έκανα διάφορες άλλες δουλειές, κρατώντας κάτι ελάχιστες καλλιέργειες για την χρήση του σπιτιού. Στα τέλη του 90 γνώρισα τον Παναγιώτη τον Μανίκη και την ομάδα του, που είχαν κάνει το κέντρο φυσικής καλλιέργειας σε ένα χωριό κοντά σε μένα, τη Σωτήρα. Μιλούσαν για τη φυσική καλλιέργεια και αυτοί οι άνθρωποι μου δείξανε αυτό που είχα μάθει από μικρός από μια άλλη οπτική:
- Να κρατήσω πάλι το σπόρο, όπως κάνανε οι γονείς και οι παππούδες
- Να παράγω προϊόντα χωρίς δηλητήρια και λιπάσματα, αφού είχα δει την καταστροφή που προκαλούσαν στο περιβάλλον κι αυτά ήταν που με διώξαν από την καλλιέργεια
- Να μην πουλάω την παραγωγή που βγάζω στους εμπόρους και τους συνεταιρισμούς, αλλά να κάνουμε έναν κοινό πάγκο και να τα διαθέτουμε κατευθείαν στον καταναλωτή
Το πιο επαναστατικό για μένα εκείνη την περίοδο ήταν η εξής σκέψη: είπα, θα βάλω 100 ρίζες τομάτες, που τις είχα πάρει από μία γιαγιά, 50 κολοκυθάκια, μπαχοβίτικες πιπεριές και φασολάκια και δε θα μπω στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας, δεν θα τα δηλώσω στο ΟΣΔΕ για να πάρω κάποια επιδότηση. Τις ντομάτες, τις πιπεριές μου και ό,τι άλλο θα βγάλω θα τα πουλήσω 2 ευρώ το κιλό στον κόσμο και θα δω αν μπορώ να ζήσω μ αυτά. Χωρίς ΟΣΔΕ, χωρίς γεωπόνους, χωρίς φάρμακα και χωρίς μεσάζοντες. Όλο αυτό μου άρεσε πάρα πολύ και έτσι ξεκίνησα. Βρήκα πάλι τις παλιές ποικιλίες από κάποιους παππούδες και από την ίδια την ομάδα και ξεκίνησα με την παραγωγή κηπευτικών. Παρακολουθούσα πώς συμπεριφερόταν το κάθε φυτό για να κρατήσω τις πιο ανθεκτικές ποικιλίες. Ένα βασικό μου κριτήριο ήταν τα φυτά που βάζω να αντέχουν στις μυκητιάσεις, στα αγριόχορτα κα στην ξέρα και να μου δίνουν μια ικανοποιητική παραγωγή.
Η επαφή με τον κόσμο μου άρεσε πολύ και έβγαλα το πρώτο μου κέρδος ως βιοκαλλιεργητής 41,5€ εκ των οποίων τα 30€ ήταν η βενζίνη του αυτοκινήτου.
Η συνεργασία μας με τον Παναγιώτη τον Μανίκη στον κοινό εκείνο πάγκο δε συνεχίστηκε και έτσι αναγκάστηκα να διαθέσω τα πράγματά μου σε άλλα μέρη. Στο μεταξύ είχα δηλώσει ένα χρόνο πριν τα προϊόντα μου ως βιολογικά. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες σε ταβέρνες και ιδιώτες, ήρθε ένας γεωπόνος ενός πιστοποιητικού οργανισμού και μου είπε ότι μπορώ να διαθέσω τα προϊόντα μου στη βιολογική λαϊκή της Θεσσαλονίκης, καθώς ήμουν στο μεταβατικό στάδιο. Ήταν το καλοκαίρι του 2005. Έτσι φόρτωσα ντομάτες, μπαχοβίτικες πιπεριές, μελιτζάνες, κολοκυθάκια και πήγα στην βιολογική αγορά της Νεάπολης και έλεγα στον κόσμο τι κάνω. Η επαφή με τον κόσμο μου άρεσε πολύ και έβγαλα το πρώτο μου κέρδος ως βιοκαλλιεργητής 41,5€ εκ των οποίων τα 30 ήταν η βενζίνη του αυτοκινήτου. Αλλά ήμουν χαρούμενος. Κι αφού η πρώτη αυτή εμπειρία ήταν καλή συνέχισα: να αναζητώ, να μελετώ και να καλλιεργώ ποικιλίες, να πουλάω τα προϊόντα μου στη βιολογική λαϊκή και να λέω στον κόσμο τι κάνω και γιατί.
Στην πορεία των επόμενων χρόνων υπήρχανε αποτυχίες στην πώληση λόγω της πιο φυσικής εμφάνισης των προϊόντων. Εγώ έλεγα στον κόσμο ότι τα προϊόντα μου ήταν από παλιές ποικιλίες και για παράδειγμα μια φορά είχα στον πάγκο μου τομάτες ποικιλίας που είχανε μαλακώσει λόγω της ζέστης. Έρχεται λοιπόν ένας πελάτης θυμωμένος και μου λέει τι ντομάτες είναι αυτές που μας πουλάς; Και πάει σε έναν πάγκο απέναντι, αγοράζει υβρίδια και έρχεται και μου λέει «αυτές είναι ντομάτες». Ή: δεν αγόραζαν την μπαχοβίτικη πιπεριά, γιατί οι περισσότερες ήταν κοντόχοντρες και στραβές. Και αγόραζαν από άλλους πάγκους υβρίδια και μου τις έδειχναν και έλεγαν «αυτές είναι καλές πιπεριές, γιατί στρώνουν καλύτερα και τηγανίζονται εύκολα στο τηγάνι». Μπήκα λοιπόν κι εγώ στον πειρασμό να βάλω υβρίδια, ενώ ήμουν αντίθετος ιδεολογικά με όλον αυτόν τον χειρισμό των πολυεθνικών. Και εννοείται ότι δεν κατάφερα τίποτα, γιατί αυτά τα φυτά ήταν ευαίσθητα, δεν αντέχανε στην ξηρασία, παθαίναν εύκολα μυκητιάσεις, οπότε άφησα αυτό το πείραμα με τα υβρίδια. Έκανα όμως στροφή στις ανθεκτικές ποικιλίες που είχα βρει από πριν και τις μεταποίησα. Την μπαχωβίτικη πιπεριά την έκανα πιπέρι και πιπεροσαλάτα. Και την ντομάτα την έκανα σάλτσα και την αποξήρανα.
Μέχρι το 2017, όσο ακόμα μετρούσα, είχα δώσει τον σπόρο του μονόκοκκου σε πάνω από 1100 άτομα στην Ελλάδα.
Με τέτοια πράγματα περνούσε ο καιρός. Κάποια στιγμή αποφάσισα να βάλω στα χωράφια μου σιτάρι για να σκοτώνω τους νηματώδεις, το 2009-2010. Κι αφού έψαξα ένας φίλος μου πρότεινε το μονόκοκκο ως το πιο παλιό σιτάρι και πολύ ανθεκτικό επίσης. Τον σπόρο αυτός τον είχε τον είχε πάρει με τη σειρά του από το ΕΘΙΑΓΕ. Το καλλιέργησα λοιπόν την πρώτη φορά σε δύο στρέμματα και όταν έβγαλα παραγωγή αποφάσισα να το αλέσω με τη φλούδα σε έναν πετρόμυλο για να δω πώς είναι το αλεύρι του. Το κάναμε ψωμί, που ήταν νόστιμο, αλλά ήταν σαν να έτρωγα ψωμί με γυαλί μέσα. Στην πορεία έμαθα ότι πρέπει να βγαίνει η φλούδα και άρχισα να ψάχνω τρόπο να βγάλω τη φλούδα. Ταυτόχρονα είχα βάλει το μονόκοκκο στο βιβλίο του πελίτι μαζί με την μπαχοβίτικη πιπεριά, την ντομάτα και το πράσο δωροθέας που καλλιεργούσα εκείνη την εποχή, τη ρίγανη της περιοχής μου, την τσουμπρίκα κ.α. Ξεκίνησαν να με παίρνουν τηλέφωνο από όλη την Ελλάδα ψάχνοντας Ζέα. Τους έλεγα «εγώ δεν έχω ζέα, έχω το μονόκοκκο σιτάρι». Μέχρι το 2017, όσο ακόμα μετρούσα, είχα δώσει τον σπόρο του μονόκοκκου σε πάνω από 1100 άτομα στην Ελλάδα.
Καθώς ανέβαζα την καλλιέργεια του μονόκοκκου σε όλο και περισσότερα στρέμματα είδα ότι αυτό το σιτηρό ήταν υπερβολικά ανθεκτικό στην ξηρασία, μπορούσε και έπνιγε τα αγριόχορτα και στις ασθένειες. Έσπειρα μια φορά το μονόκοκκο και όταν φύτρωσε είδα ότι ήταν πολύ αδύναμο και είχαν φυτρώσει ταυτόχρονα πολλά χορτάρια. Την άνοιξη λοιπόν τα χορτάρια είχαν πνίξει το σιτάρι και έψαχνα άνθρωπο να πάει να το θερίσει για ζωοτροφή ή κάποιον να το βοσκήσει. Κατά το τέλος Μαΐου πάλι πέρασα από κει και είδα το μονόκοκκο να είναι σαν πράσινη θάλασσα. Εκεί συγκλονίστηκα και συνειδητοποίησα με τι έχω να κάνω. Τι είχε γίνει; Όσο μεγάλωναν τα χόρτα το μονόκοκκο δεν μεγάλωνε, αλλά έστελνε ρίζα. Και όταν ήρθε ο καιρός του αντιστράφηκαν οι όροι. Το χορτάρι κρατούσε σκιά στο μονόκοκκο και τη ρίζα του και το σιτάρι έστειλε μέσα σε δύο εβδομάδες ένα μακρύ βλαστάρι και το μονόκοκκο σκέπασε το χόρτο. Από τότε λοιπόν αποφάσισα ότι αυτό το σιτάρι είναι προτεραιότητα δική μου. Μιλούσα παντού γι αυτό, όπου μπορούσα να γράφω έγραφα, το μοίρασα παντού και έμαθα τις τρομερές διατροφικές του ιδιότητες. Για περίπου 4 χρόνια μοίραζα ενημερωτικά φυλλάδια στον πάγκο μου στη βιολογική λαϊκή, στις αγορές χωρίς μεσάζοντες, στις οικογιορτές κι όπου αλλού εμφανιζόμουν, στην προσπάθειά μου να μάθει ο κόσμος αυτό το σιτηρό, το οποίο είχα τόσο αγαπήσει. Και αυτό έγινε!
Αφού έδωσα σε πάρα πολλά άτομα σπόρο, οι πωλήσεις του σπόρου άρχισαν να μειώνονται κι αυτό ήταν λογικό και το ήξερα, γιατί οι άνθρωποι το αναπαρήγαγαν και το μοίραζαν μεταξύ τους. Και πολύ καλά έκαναν.
Αφού έδωσα σε πάρα πολλά άτομα σπόρο, οι πωλήσεις του σπόρου άρχισαν να μειώνονται κι αυτό ήταν λογικό και το ήξερα, γιατί οι άνθρωποι το αναπαρήγαγαν και το μοίραζαν μεταξύ τους. Και πολύ καλά έκαναν. Εκεί λοιπόν βρέθηκα με μια αποθήκη γεμάτη με μονόκοκκο και δεν ήξερα τι να κάνω.
Είχα μάθει ότι χρειαζόταν αποφλοιωτή, ένα ειδικό μηχάνημα, αλλά δεν είχα ιδέα πώς ήταν αυτό. Έμαθα ότι στην Ευρώπη στοιχίζει 50-60000€, ήταν πανάκριβο. Βρήκα έναν πολύ πιο φθηνό αποφλοιωτή ελληνικό, αλλά δεν μπορούσε να αποφλοιώσει το μονόκοκκο και τον έδωσα πίσω. Να πάρω τον ευρωπαϊκό πάλι δεν μπορούσα γιατί ήταν πολύ ακριβός, Αλλά μελετώντας τον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό αποφλοιωτή κατάλαβα τον τρόπο λειτουργίας τους και αποφάσισα να φτιάξω έναν αποφλοιωτή μόνος μου. Μετά από πειράματα μερικών μηνών, κατάφερα να κατασκευάσω έναν αποφλοιωτή που αποφλοίωνε πολύ καλά και μ’ αυτόν συνεχίζω μέχρι σήμερα. Και επειδή τον έφτιαξα μόνος μου τον αποφλοιωτή με πολύ απλά υλικά , η μεγαλύτερη ζημιά που έπαθε ήταν της τάξης των 20€, έτσι η συντήρησή του είναι μέχρι σήμερα πολύ οικονομική.
Όταν χάρηκα πολύ με την επιτυχία του αποφλοιωτή αποφάσισα να κάνω και τα άλλα μηχανήματα μόνος. Πήρα έναν μύλο του καφέ, ονόματι Αλέκος, του άλλαξα τις πέτρες και κάποια εξαρτήματα και με εκείνον δουλεύω ακόμα και φτιάχνω μέχρι σήμερα το αλεύρι μου. Αφού πέτυχε κι αυτό αποφάσισα και έκανα και τη μηχανή για τις νιφάδες βρώμης και στην πορεία έκανα και νιφάδες μονόκοκκου και άλλων σιτηρών. Και μετά έκανα και ένα ξηραντήρι, που με ζεστό αέρα μπορούσα να ξεραίνω πλέον χωρίς καπνό την μπαχοβίτικη και ότι άλλο ήθελα.
Συνέχισα να πειραματίζομαι με το μονόκοκκο και άλλες ποικιλίες, πήγα σε διάφορα μέρη του κόσμου (Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ) , έφερα και πολλαπλασίασα κι από κει διάφορες ποικιλίες σιτηρών, πιπεριάς, καλαμπόκι, σόγια, 32ποικιλίες κινόα, κάποια από αυτά τα έχω αποκλείσει και κάποια συνεχίζω να τα δουλεύω. Το ίδιο και με ελληνικές ποικιλίες.
Οπότε αυτή τη στιγμή καλλιεργώ το μονόκοκκο, 3 είδη δίκοκκου, 2 ποικιλίες ντίνκελ, 2 ποικιλίες σίκαλης, 3 ποικιλίες βρώμης, 3 ποικιλίες μαλακού σιταριού, μεταξύ των οποίων η σκληρόπετρα που την πήρα από τον Αιγίλοπα, 3 ποικιλίες σκληρού σιταριού μεταξύ των οποίων και η Λήμνος που την πήρα από τον Αιγίλοπα, δύο ποικιλίες κριθαριού, μία ποικιλία φαγόπυρου , μία ποικιλία σόγιας, 3 είδη καυτερής πιπεριάς και την μπαχοβίτικη εννοείται.
Από την περίοδο που μου είχε μείνει μεγάλη ποσότητα μόνοκοκκου και άρχισα να το αποφλοιώνω και να το αλέθω, προσπαθούσα να δω τι μπορώ να το κάνω. Έτσι ξεκίνησα να κάνω ψωμί από καθαρό μόνοκοκκο, που μου έλεγαν ότι δεν μπορεί να γίνει λόγω της διαρρέουσας γλουτένης του (που μια χαρά ψωμί το κάνουμε και εμείς, αλλά και πελάτες μας, που μας το φέρνουν κάθε βδομάδα στη λαϊκή να το δοκιμάσουμε). Συνέχισα με ζυμαρικά από μονόκοκκο, νιφάδες, πίτουρο, δοκίμασα να κάνω πλιγούρι αλλά επειδή είναι πολύ μαλακό το σιτάρι δεν είχε επιτυχία.
Το 2016 που είχα κάνει τον αποφλοιωτή ερχόντουσαν διάφοροι για αποφλοίωση και μια κοπέλα, φοιτήτρια στο αρχαιολογικό, η οποία μου είπε ότι έμαθε για το μονόκοκκο σιτάρι από την κ. Τάνια Βαλαμώτη. Έτσι γνωριστήκαμε με την κα Βαλαμώτη, η οποία με διαβεβαίωσε ότι είναι η πιο παλιά ποικιλία που καλλιεργείται μέχρι σήμερα. Σε συνέχεια αυτής της πληροφορίας , αλλά και των διατροφικών χαρακτηριστικών που έχει, θέλησα να το κάνω όλο και πιο γνωστό στον κόσμο. Έβγαλα ενημερωτικά φυλλάδια που μοίραζα επί χρόνια στον πάγκο μου στη λαϊκή με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ενήμερο κοινό για το μονόκοκκο. Πελάτες μου φέρνουν κάθε Σάββατο στη λαϊκή με χαρά πράγματα που έχουν κάνει από μονόκοκκο, κουλουράκια, πίτσες, ψωμιά μέχρι και τσουρέκια. Πολλοί πελάτες που είχαν προβλήματα με το έντερο έρχονται και μου λένε ότι έχουν φύγει τα προβλήματα με το έντερό τους.
Καλλιεργώ το χωράφι μόνο με το ρίπερ και βλέπω διαφορά στην παραγωγή χωρίς να αναποδογυρίζεται κατά την καλλιέργεια το χώμα.
Αυτή τη στιγμή έχω βελτιώσει τις καλλιεργητικές μεθόδους, έπαψα πια να οργώνω, καλλιεργώ το χωράφι μόνο με το ρίπερ και βλέπω διαφορά στην παραγωγή χωρίς να αναποδογυρίζεται κατά την καλλιέργεια το χώμα. Έχω δώσει μεγάλη σημασία στο πώς καθαρίζουμε το σπόρο και έχω δει επίσης ότι το μεγάλο μπέρδεμα των σπόρων γίνεται στην αλωνιστική μηχανή και στα σιλό. Φέτος πήρα μια δική μου αλωνιστική μηχανή και έκανα ένα δικό μου σιλό, ώστε να μην μπερδεύεται ο σπόρος.
Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνεται και το εργαστήριο ζυμαρικών, οπότε όλα τα κάνω μόνος μου από τον σπόρο μέχρι το τελικό προϊόν και την διάθεση στους καταναλωτές. Σε μια βδομάδα από σήμερα θα κάνω το πρώτο πρακτικό σεμινάριο στο χωράφι για ανθρώπους που θέλουν να μάθουν την καλλιέργεια αυτών των σπόρων.
Όλα αυτά τα χρόνια που καλλιεργώ τις παλιές ποικιλίες και ειδικά το μονόκοκκο ως το πιο αρχέγονο σιτηρό, έχω συνειδητοποιήσει τη μικρότητά μου απέναντι στην δική τους αιωνιότητα. Αλλά και την δύναμή τους μπροστά στην εξάρτηση της τροφής όλων μας από τις πολυεθνικές και τις πολιτικές τους. Αυτό που κάνω, εγώ και άλλοι καλλιεργητές του μόχθου, είναι να κρατάμε ζωντανή αυτή την δύναμη. Στόχος μας είναι να περάσουν οι σπόροι ελεύθερα στις επόμενες γενιές χωρίς να πάρει κανείς τα δικαιώματά τους στο όνομα μιας πατέντας, όποιος και να είναι αυτός. Αυτοί οι σπόροι ήταν ελεύθεροι εδώ και χιλιάδες χρόνια, θέλουμε να παραμείνουν ελεύθεροι και να μπορεί ο καθένας να τους καλλιεργεί ελεύθερα χωρίς να κατέχει κανείς τα δικαιώματά τους. Αυτό είναι το δικό μας μικρό αλλά αποφασιστικό λιθαράκι στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.
Γιώργος Δούμος